ανοξία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανοξία | οι | ανοξίες |
γενική | της | ανοξίας | των | ανοξιών |
αιτιατική | την | ανοξία | τις | ανοξίες |
κλητική | ανοξία | ανοξίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανοξία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anoxie < an- (στερητικό αν-) + ox(ygène) (οξ(υγόνο) (< αρχαία ελληνική ὀξύς) + -ia (-ία)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.noˈksi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νο‐ξί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανοξία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανοξία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ανοξία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας