Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανοξία οι ανοξίες
      γενική της ανοξίας των ανοξιών
    αιτιατική την ανοξία τις ανοξίες
     κλητική ανοξία ανοξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανοξία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anoxie < an- (στερητικό αν-) +‎ ox(ygène) (οξ(υγόνο) (< αρχαία ελληνική ὀξύς) + -ia (-ία)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.noˈksi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νο‐ξί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανοξία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία