ανοιχτόχερα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανοιχτόχερα < ανοιχτόχερος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
ανοιχτόχερα
- με ανοιχτόχερο τρόπο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανοιχτόχερα
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ανοιχτόχερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανοιχτόχερος