ανοιχτόκαρδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανοιχτόκαρδα < ανοιχτόκαρδος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
ανοιχτόκαρδα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανοιχτόκαρδα
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ανοιχτόκαρδα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανοιχτόκαρδος