Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανοικτότητα οι ανοικτότητες
      γενική της ανοικτότητας των ανοικτοτήτων
    αιτιατική την ανοικτότητα τις ανοικτότητες
     κλητική ανοικτότητα ανοικτότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανοικτότητα < ανοικτός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική openness)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανοικτότητα θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία