ανοικοδόμηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανοικοδόμηση | οι | ανοικοδομήσεις |
γενική | της | ανοικοδόμησης* | των | ανοικοδομήσεων |
αιτιατική | την | ανοικοδόμηση | τις | ανοικοδομήσεις |
κλητική | ανοικοδόμηση | ανοικοδομήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανοικοδομήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανοικοδόμηση < αρχαία ελληνική ἀνοικοδόμησις
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανοικοδόμηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ανοικοδομώ
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ανοικοδομώ, οικοδομώ, οίκος και δόμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανοικοδόμηση