Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανισοτελής η ανισοτελής το ανισοτελές
      γενική του ανισοτελούς* της ανισοτελούς του ανισοτελούς
    αιτιατική τον ανισοτελή την ανισοτελή το ανισοτελές
     κλητική ανισοτελή(ς) ανισοτελής ανισοτελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανισοτελείς οι ανισοτελείς τα ανισοτελή
      γενική των ανισοτελών των ανισοτελών των ανισοτελών
    αιτιατική τους ανισοτελείς τις ανισοτελείς τα ανισοτελή
     κλητική ανισοτελείς ανισοτελείς ανισοτελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανισοτελής < αν- (στερητικό α-) + ισοτελής

  Επίθετο επεξεργασία

ανισοτελής[1]

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: ισοτελής