ανιοβόλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ni.oˈvo.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νι‐ο‐βό‐λος
Επίθετο επεξεργασία
ανιοβόλος, -α/ος, -ο
- μη ιοβόλος, που δεν εκτοξεύει δηλητήριο
- ↪ ανιοβόλα φίδια
- ≠ αντώνυμα: ιοβόλος → δείτε και τη λέξη δηλητηριώδης
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανιοβόλος
|
Πηγές επεξεργασία
- ανιοβόλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας