ανθρακώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανθρακώδης < αρχαία ελληνική ἀνθρακώδης < ἄνθραξ
Επίθετο επεξεργασία
ανθρακώδης,-ης,-ες
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη άνθραξ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανθρακώδης
|
Δείτε επίσης : ἀνθρακώδης |
ανθρακώδης,-ης,-ες
|