ανθολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανθολόγος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνθολόγος. Συγχρονικά αναλύεται σε ανθο- + -λόγος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανθολόγος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ανθολογία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανθολόγος