ανημέρωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανημέρωτος < αρχαία ελληνική ἀνημέρωτος < ἥμερος
- ανημέρωτος < ανενημέρωτος
Επίθετο επεξεργασία
ανημέρωτος, -η, -ο
- που δεν είναι ήμερος ή που δεν έχει εξημερωθεί
- (λανθασμένη χρήση) ανενημέρωτος