ανευθυνότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανευθυνότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀνευθυνότης < αρχαία ελληνική ἀνεύθυνος [1][2]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανευθυνότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του ανεύθυνου, η μη ανάλειψη ευθύνης από το άτομο που την έχει επωμισθεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανευθυνότητα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ανευθυνότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ανευθυνότητα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας