Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανευθυνότητα οι ανευθυνότητες
      γενική της ανευθυνότητας των ανευθυνοτήτων
    αιτιατική την ανευθυνότητα τις ανευθυνότητες
     κλητική ανευθυνότητα ανευθυνότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανευθυνότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀνευθυνότης < αρχαία ελληνική ἀνεύθυνος [1][2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανευθυνότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του ανεύθυνου, η μη ανάλειψη ευθύνης από το άτομο που την έχει επωμισθεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία