ανερυθρίαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ανερυθρίαστος, -η, -ο
- αυτός που δεν κοκκινίζει από την ντροπή του
- ανερυθρίαστη μιλούσε για τα λάθη της
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανερυθρίαστος
|