ανεπίλυτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεπίλυτος < (ελληνιστική κοινή) ἀνεπίλυτος < αρχαία ελληνική ἐπιλύω < λύω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.neˈpi.li.tos/
Επίθετο επεξεργασία
ανεπίλυτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να επιλυθεί
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεπίλυτος
|