ανεπίκαιρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεπίκαιρος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ανεπίκαιρος
- που δεν είναι του παρόντος χρόνου, της τρέχουσας περιόδου
- που δεν έχει επικαιροποιηθεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεπίκαιρος
|