Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανεμώνη οι ανεμώνες
      γενική της ανεμώνης
    αιτιατική την ανεμώνη τις ανεμώνες
     κλητική ανεμώνη ανεμώνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αγρός με ανεμώνες.
 
Διάφορα είδη θαλάσσιων ανεμώνων

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεμώνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνεμώνη. Δείτε και ανεμώνα[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανεμώνη θηλυκό

  1. (λουλούδι) αγγειόσπερμο δικοτυλήδονο ποώδες φυτό με όμορφα άνθη, της οικογένειας των Bατραχιοειδών της τάξης των Bατραχιωδών
  2. (ζώο) θαλάσσια ανεμώνη: θαλάσσιο είδος πολύποδα με κυλινδρικό σώμα, που το σχήμα του μοιάζει με λουλούδι

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία