ανεμούρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανεμούρα | οι | ανεμούρες |
γενική | της | ανεμούρας | — | |
αιτιατική | την | ανεμούρα | τις | ανεμούρες |
κλητική | ανεμούρα | ανεμούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεμούρα < άνεμ(ος) + μεγεθυντικό επίθημα -ούρα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.neˈmu.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μού‐ρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανεμούρα θηλυκό
- (άνεμος, λαϊκότροπο) δυνατός άνεμος
- ανεμοδούρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεμούρα
|
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .