ανεμοδαρμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
ανεμοδαρμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ανεμοδαρμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ανεμοδαρμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανεμοδαρμένος