Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανδρόπαυση οι ανδροπαύσεις
      γενική της ανδρόπαυσης* των ανδροπαύσεων
    αιτιατική την ανδρόπαυση τις ανδροπαύσεις
     κλητική ανδρόπαυση ανδροπαύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανδροπαύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανδρόπαυση < αρχαία ελληνική ἀνήρ + παύω, (αναλογικά κατά το εμμηνόπαυση)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανδρόπαυση θηλυκό

  1. (ιατρική): η ανδρική προοδευτική ελάττωση γενετικής δραστηριότητας εξαιτίας της ελάττωσης έκκρισης ανδρογόνων
  2. (κατ΄ επέκταση) εξασθένηση της ικανότητας του άνδρα να παράγει απογόνους, που παρατηρείται κυρίως στους μεσήλικες ή στους γηραιότερους

  Μεταφράσεις επεξεργασία