Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανδροπρέπεια οι ανδροπρέπειες
      γενική της ανδροπρέπειας των ανδροπρεπειών
    αιτιατική την ανδροπρέπεια τις ανδροπρέπειες
     κλητική ανδροπρέπεια ανδροπρέπειες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανδροπρέπεια < (καθαρεύουσα) ἀνδροπρέπεια, ανδροπρεπ(ής) + -εια [1][2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανδροπρέπεια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία