Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναχωρώ < αρχαία ελληνική ἀναχωρῶ

  Ρήμα επεξεργασία

αναχωρώ

  1. φεύγω (από ένα μέρος για να εκτελέσω δρομολόγιο ή ταξίδι)

Κλίση επεξεργασία


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία