αναχρηματοδότηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναχρηματοδότηση | οι | αναχρηματοδοτήσεις |
γενική | της | αναχρηματοδότησης* | των | αναχρηματοδοτήσεων |
αιτιατική | την | αναχρηματοδότηση | τις | αναχρηματοδοτήσεις |
κλητική | αναχρηματοδότηση | αναχρηματοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναχρηματοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναχρηματοδότηση < ανα- + χρηματοδότηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναχρηματοδότηση θηλυκό
- (οικονομία) η εκ νέου χρηματοδότηση
Συγγενικά επεξεργασία
- αναχρηματοδοτώ
- → δείτε τις λέξεις χρήμα και δίνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναχρηματοδότηση