Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανατριχίλα οι ανατριχίλες
      γενική της ανατριχίλας
    αιτιατική την ανατριχίλα τις ανατριχίλες
     κλητική ανατριχίλα ανατριχίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανατριχίλα < ανατριχιάζω + -ίλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανατριχίλα θηλυκό

  1. η αίσθηση που βιώνουμε όταν ανατριχιάζουμε, όταν αισθανόμαστε να σηκώνεται η τρίχα μας από φόβο, φρίκη, κρύο ή ερωτική διέγερση
    Η "Μεγάλη Ανατριχίλα" είναι έργο του 1983 αλλά παραμένει επίκαιρη
  2. η αίσθηση που έχουμε όταν ανεβάζουμε πυρετό, όταν νιώθουμε ένα ήπιο τρέμουλο, μπιμπικιάζουμε και νιώθουμε να ορθώνονται οι τρίχες μας, όπως όταν κρυώνουμε
    Εχω ανατριχίλες. Λες να ανεβάζω πυρετό;

  Μεταφράσεις επεξεργασία