Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανατέλλων < λείπει η ετυμολογία

  Μετοχή επεξεργασία

ανατέλλων, -ουσα, -ον

  1. (μιλώντας για κάποιο ουράνιο σώμα) που ανατέλλει
  2. (μεταφορικά) που αρχίζει, που ξεκινάει

  Μεταφράσεις επεξεργασία