ανατέλλων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανατέλλων < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή επεξεργασία
ανατέλλων, -ουσα, -ον
- (μιλώντας για κάποιο ουράνιο σώμα) που ανατέλλει
- (μεταφορικά) που αρχίζει, που ξεκινάει
ανατέλλων, -ουσα, -ον