Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανασκολοπίζω < αρχαία ελληνική ἀνασκολοπίζω < σκόλοψ (πάσσαλος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.sko.loˈpi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐σκο‐λο‐πί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

ανασκολοπίζω (παθητική φωνή: ανασκολοπίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία