ανασκελάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανασκελάς < πιθανόν από την αρχαία ελληνική ὀνοσκελής, δηλαδή που έχει πόδια όνου
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανασκελάς αρσενικό και Ανασκελάς
- στη λαϊκή παράδοση αναφέρεται ως στοιχειό με μορφή γαϊδάρου ή ανθρώπου που το ένα του πόδι είναι γαϊδάρου ή με μορφή βοδιού -σε περιοχές της Κρήτης θεωρείται ο διάβολος μεταμορφωμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανασκελάς
|