Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναρχικά < αναρχικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.naɾ.çiˈka/

  Επίρρημα επεξεργασία

αναρχικά

  1. με τρόπο αναρχικό, με την αναρχική ιδεολογία
    Δεν έχουν θέση οι αρχηγοί ανάμεσά μας, πρέπει να λειτουργούμε υπεύθυνα αλλά αναρχικά
  2. με χαώδη τρόπο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αναρχικά