Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναρχικός η αναρχική το αναρχικό
      γενική του αναρχικού της αναρχικής του αναρχικού
    αιτιατική τον αναρχικό την αναρχική το αναρχικό
     κλητική αναρχικέ αναρχική αναρχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναρχικοί οι αναρχικές τα αναρχικά
      γενική των αναρχικών των αναρχικών των αναρχικών
    αιτιατική τους αναρχικούς τις αναρχικές τα αναρχικά
     κλητική αναρχικοί αναρχικές αναρχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναρχικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αναρχικός, -η, -ο

  1. που υποστηρίζει την αναρχία ως πολιτική ιδεολογία και κοινωνικό σύστημα
  2. που δεν περιορίζεται από τις καθιερωμένες αρχές
    η αναρχική γραφή του συγγραφέα τάραξε τα νερά της λογοτεχνίας

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία