Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναπομπή οι αναπομπές
      γενική της αναπομπής των αναπομπών
    αιτιατική την αναπομπή τις αναπομπές
     κλητική αναπομπή αναπομπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναπομπή < (ελληνιστική κοινήἀναπομπή < αρχαία ελληνική ἀνά + πέμπω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναπομπή θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αναπέμπω (σε όλες του τις σημασίες)
  2. η αναβολή, η αναστολή
    Συνθήκη του πολιτεύματος αποτελεί ο κανόνας της μη αναπομπής των προτάσεων νόμου της Βουλής από τον ΠτΔ (Πρόεδρο της Δημοκρατίας) κατά το αρθ. 42 § 1 Σ. μολονότι η ενέργεια αυτή είναι συνταγματική, αλλά αφήνεται στη διακριτική του ευχέρεια προσαρμοζόμενος στην ισορροπία δυνάμεων του πολιτικού παιχνιδιού.

  Μεταφράσεις επεξεργασία