αναπλωρίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναπλωρίζω < μεσαιωνική ελληνική ἀναπλωρίζω < πλώρα < αρχαία ελληνική πρῷρα
Ρήμα επεξεργασία
αναπλωρίζω
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναπλωρίζω | αναπλώριζα | θα αναπλωρίζω | να αναπλωρίζω | αναπλωρίζοντας | |
β' ενικ. | αναπλωρίζεις | αναπλώριζες | θα αναπλωρίζεις | να αναπλωρίζεις | αναπλώριζε | |
γ' ενικ. | αναπλωρίζει | αναπλώριζε | θα αναπλωρίζει | να αναπλωρίζει | ||
α' πληθ. | αναπλωρίζουμε | αναπλωρίζαμε | θα αναπλωρίζουμε | να αναπλωρίζουμε | ||
β' πληθ. | αναπλωρίζετε | αναπλωρίζατε | θα αναπλωρίζετε | να αναπλωρίζετε | αναπλωρίζετε | |
γ' πληθ. | αναπλωρίζουν(ε) | αναπλώριζαν αναπλωρίζαν(ε) |
θα αναπλωρίζουν(ε) | να αναπλωρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναπλώρισα | θα αναπλωρίσω | να αναπλωρίσω | αναπλωρίσει | ||
β' ενικ. | αναπλώρισες | θα αναπλωρίσεις | να αναπλωρίσεις | αναπλώρισε | ||
γ' ενικ. | αναπλώρισε | θα αναπλωρίσει | να αναπλωρίσει | |||
α' πληθ. | αναπλωρίσαμε | θα αναπλωρίσουμε | να αναπλωρίσουμε | |||
β' πληθ. | αναπλωρίσατε | θα αναπλωρίσετε | να αναπλωρίσετε | αναπλωρίστε | ||
γ' πληθ. | αναπλώρισαν αναπλωρίσαν(ε) |
θα αναπλωρίσουν(ε) | να αναπλωρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναπλωρίσει | είχα αναπλωρίσει | θα έχω αναπλωρίσει | να έχω αναπλωρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναπλωρίσει | είχες αναπλωρίσει | θα έχεις αναπλωρίσει | να έχεις αναπλωρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναπλωρίσει | είχε αναπλωρίσει | θα έχει αναπλωρίσει | να έχει αναπλωρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναπλωρίσει | είχαμε αναπλωρίσει | θα έχουμε αναπλωρίσει | να έχουμε αναπλωρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναπλωρίσει | είχατε αναπλωρίσει | θα έχετε αναπλωρίσει | να έχετε αναπλωρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναπλωρίσει | είχαν αναπλωρίσει | θα έχουν αναπλωρίσει | να έχουν αναπλωρίσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναπλωρίζω
|