Δείτε επίσης: ἀναπλέκω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναπλέκω < αρχαία ελληνική ἀναπλέκω < ἀνά + πλέκω

  Ρήμα επεξεργασία

αναπλέκω

  1. πλέκω
  2. σχηματίζω πλεξούδες

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία