αναπλέκω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναπλέκω < αρχαία ελληνική ἀναπλέκω < ἀνά + πλέκω
Ρήμα επεξεργασία
αναπλέκω
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πλέκω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλέκω
|
Δείτε επίσης : ἀναπλέκω |
αναπλέκω
|