Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναξύω <ἀναξύω < πρόθεση ἀνά + ξύω

  Ρήμα επεξεργασία

αναξύω

  • αρχαίο ρήμα για το ξύνω, το οποίο αναφέρεται σε παλιότερα λεξικά ως «ξύνω για να απαλείψω κάτι»

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία