αναμφίλεκτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναμφίλεκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναμφίλεκτος[1] < ἀν- στερητικό + ἀμφιλέγω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.naɱˈfi.le.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ναμ‐φί‐λε‐κτος
Επίθετο επεξεργασία
αναμφίλεκτος, -η, -ο
- (σπάνιο) που γίνεται καθολικά αποδεκτός χωρίς να υπάρχει καμία αντίρρηση
- Και φτάνουμε έτσι στο μεσοστράτι της ζωής μας ή και στα γεράματα συνεχίζοντας να υποστηρίζουμε σαν αναμφίλεκτη αλήθεια τους αυτοεγκωμιαστικούς θρύλους και τα ανιστόρητα σχήματα με τα οποία μας εφοδίασε η επίσημη, καθαρισμένη ιστορία, πρώτο μέλημα της οποίας δεν είναι η συλλογική αυτογνωσία, όσο πικρή, αλλά η καλλιέργεια του εθνικού ναρκισσισμού. (Παντελής Μπουκάλας, «Οταν το Εθνος ευρίσκεται εις κόμματα»..., εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 26 Φεβρουαρίου 2012)
Αντώνυμα επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναμφίλεκτος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αναμφίλεκτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας