αναλόγως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναλόγως < (καθαρεύουσα) ἀναλόγως < μεσαιωνική ελληνική ἀναλόγως και ἀνάλογα < αρχαία ελληνική ἀναλόγως
Επίρρημα επεξεργασία
αναλόγως
- ανάλογα, βλέποντας και κάνοντας
- Δεν μπορώ να δεσμευθώ, θα κινηθώ αναλόγως με το πώς θα πάει το παιδί στις Πανελλήνιες, γιατί αν δεν περάσει Αθήνα....
- κατ' αναλογία, με τρόπο ανάλογο προς μεγέθη
- Ο φόρος πρέπει να υπολογίζεται αναλόγως με το πραγματικό εισόδημα καθενός (να είναι ανάλογος προς αυτόν)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναλόγως