αναλόγιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αναλόγιο | τα | αναλόγια |
γενική | του | αναλόγιου & αναλογίου |
των | αναλόγιων & αναλογίων |
αιτιατική | το | αναλόγιο | τα | αναλόγια |
κλητική | αναλόγιο | αναλόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναλόγιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναλόγιο ουδέτερο