Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναληθώς < μεταγενέστερη ελληνική ἀναληθῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

αναληθώς

  1. ψευδώς
  2. με τρόπο που έκρυβε μη ειλικρινείς προθέσεις, με την πρόθεση να εξαπατηθεί, παραπλανηθεί κάποιος

  Μεταφράσεις επεξεργασία