Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακουφίζω < αρχαία ελληνική ἀνακουφίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ανακουφίζω

  • απαλλάσσω τελείως από πόνο ή ψυχικό βάρος ή, τουλάχιστον, τα μετριάζω

Παράγωγα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία