Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακοπή οι ανακοπές
      γενική της ανακοπής των ανακοπών
    αιτιατική την ανακοπή τις ανακοπές
     κλητική ανακοπή ανακοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακοπή < αρχαία ελληνική ἀνακοπή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανακοπή θηλυκό

  1. το απότομο σταμάτημα της καρδιακής λειτουργίας
  2. το ένδικο μέσο εναντίον βουλεύματος δικαστικού συμβουλίου ώστε να ακυρωθεί ή πάντως να αναβληθεί, να ανασταλεί η εφαρμογή του

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία