ανακλητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανακλητής < ανακαλώ + -τής, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική recaller
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.na.kliˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐κλη‐τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανακλητής αρσενικό
- άτομο που πραγματοποιεί ανάκληση
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 8, έτος 2004, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr, σελ. 22
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ανακλητής