Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναισθητοποίηση οι αναισθητοποιήσεις
      γενική της αναισθητοποίησης* των αναισθητοποιήσεων
    αιτιατική την αναισθητοποίηση τις αναισθητοποιήσεις
     κλητική αναισθητοποίηση αναισθητοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναισθητοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναισθητοποίηση < αναίσθητ(ος) + -ο- + -ποιώ, (απόδοση) αγγλική anaesthetization[1]


  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναισθητοποίηση θηλυκό

  1. η χορήγηση νάρκωσης, συνήθως σε ασθενή (άνθρωπο, ζώο) για τη διεξαγωγή κάποιας οδυνηρής επέμβασης ή εξέτασης, αλλά και για άλλους λόγους
  2. η νάρκωση ανθρώπου ή ζώου για παράνομους σκοπούς
    τους αναισθητοποίησαν για να τους ληστέψουν ανενόχλητοι
  3. η απευαισθητοποίηση των ανθρώπων, η πρόκληση συναισθηματικής αναισθησίας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία