αναισθητοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναισθητοποίηση | οι | αναισθητοποιήσεις |
γενική | της | αναισθητοποίησης* | των | αναισθητοποιήσεων |
αιτιατική | την | αναισθητοποίηση | τις | αναισθητοποιήσεις |
κλητική | αναισθητοποίηση | αναισθητοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναισθητοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναισθητοποίηση < αναίσθητ(ος) + -ο- + -ποιώ, (απόδοση) αγγλική anaesthetization[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναισθητοποίηση θηλυκό
- η χορήγηση νάρκωσης, συνήθως σε ασθενή (άνθρωπο, ζώο) για τη διεξαγωγή κάποιας οδυνηρής επέμβασης ή εξέτασης, αλλά και για άλλους λόγους
- η νάρκωση ανθρώπου ή ζώου για παράνομους σκοπούς
- τους αναισθητοποίησαν για να τους ληστέψουν ανενόχλητοι
- η απευαισθητοποίηση των ανθρώπων, η πρόκληση συναισθηματικής αναισθησίας
Συγγενικά επεξεργασία
- αναισθητοποιούμαι
- αναισθητοποιώ
- → και δείτε τη λέξη αναίσθητος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναισθητοποίηση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αναισθητοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας