Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναισθησιολογικός η αναισθησιολογική το αναισθησιολογικό
      γενική του αναισθησιολογικού της αναισθησιολογικής του αναισθησιολογικού
    αιτιατική τον αναισθησιολογικό την αναισθησιολογική το αναισθησιολογικό
     κλητική αναισθησιολογικέ αναισθησιολογική αναισθησιολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναισθησιολογικοί οι αναισθησιολογικές τα αναισθησιολογικά
      γενική των αναισθησιολογικών των αναισθησιολογικών των αναισθησιολογικών
    αιτιατική τους αναισθησιολογικούς τις αναισθησιολογικές τα αναισθησιολογικά
     κλητική αναισθησιολογικοί αναισθησιολογικές αναισθησιολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναισθησιολογικός < αναισθησιολόγος + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αναισθησιολογικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία