↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναγουλιασμένος η αναγουλιασμένη το αναγουλιασμένο
      γενική του αναγουλιασμένου της αναγουλιασμένης του αναγουλιασμένου
    αιτιατική τον αναγουλιασμένο την αναγουλιασμένη το αναγουλιασμένο
     κλητική αναγουλιασμένε αναγουλιασμένη αναγουλιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναγουλιασμένοι οι αναγουλιασμένες τα αναγουλιασμένα
      γενική των αναγουλιασμένων των αναγουλιασμένων των αναγουλιασμένων
    αιτιατική τους αναγουλιασμένους τις αναγουλιασμένες τα αναγουλιασμένα
     κλητική αναγουλιασμένοι αναγουλιασμένες αναγουλιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναγουλιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναγουλιάζω

αναγουλιασμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αναγουλιάζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία