αναγορευμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναγορευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναγορεύω
Μετοχή επεξεργασία
αναγορευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αναγορεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναγορευμένος
|
αναγορευμένος, -η, -ο
|