ανίσκιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανίσκιος | η | ανίσκια | το | ανίσκιο |
γενική | του | ανίσκιου | της | ανίσκιας | του | ανίσκιου |
αιτιατική | τον | ανίσκιο | την | ανίσκια | το | ανίσκιο |
κλητική | ανίσκιε | ανίσκια | ανίσκιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανίσκιοι | οι | ανίσκιες | τα | ανίσκια |
γενική | των | ανίσκιων | των | ανίσκιων | των | ανίσκιων |
αιτιατική | τους | ανίσκιους | τις | ανίσκιες | τα | ανίσκια |
κλητική | ανίσκιοι | ανίσκιες | ανίσκια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈni.sços/ (με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νί‐σκιος
Επίθετο επεξεργασία
ανίσκιος, -α, -ο
- άλλη μορφή του ανίσκιωτος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σκιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανίσκιος
|
Πηγές επεξεργασία
- ανίσκιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας}