ανίδρωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανίδρωτος < αρχαία ελληνική ἀνίδρωτος < ἱδρώς
Επίθετο επεξεργασία
ανίδρωτος, -η, -ο
- που δεν ιδρώνει ή δεν έχει ιδρώσει
- (μεταφορικά) που δεν καταβάλλει προσπάθεια ή δεν έχει καταβάλει προσπάθεια
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανίδρωτος
|