ανέντακτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανέντακτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ανέντακτος, -η, -ο
- ο μη ενταγμένος (αναφέρεται συνήθως στην ένταξη σε πολιτική οργάνωση ή κόμμα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανέντακτος
|