ανάπρωρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανάπρωρος < ανάπλωρος
Επίθετο επεξεργασία
ανάπρωρος, -η, -ο
- (ναυτικός όρος) άλλη μορφή του ανάπλωρος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανάπρωρος
|
ανάπρωρος, -η, -ο
|