ανάλατο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανάλατο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ανάλατος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανάλατο ουδέτερο
- (ιδιωματικό) το εσωτερικό λίπος του χοίρου που διατηρείται χωρίς αλάτι και χρησιμοποιείται για εντριβές και επαλείψεις
- (ιδιωματικό, φυτό) άγριο λάχανο που όσο κι αν το αλατίσει κανείς παραμένει ανάλατο
Πηγές επεξεργασία
- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ανάλατο