Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανάδομα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ανάδομα
τα
αναδόμα
τ
α
γενική
του
αναδόμα
τ
ος
των
αναδομά
τ
ων
αιτιατική
το
ανάδομα
τα
αναδόμα
τ
α
κλητική
ανάδομα
αναδόμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανάδομα
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἀνάδομα
<
αρχαία ελληνική
ἀναδίδωμι
<
δίδωμι
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα
*dédeh₃- < *deh₃- (
δίνω
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανάδομα
ουδέτερο
(
παρωχημένο
)
αναλαμπή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανάδομα
αγγλικά
:
flash
(en)
,
sparkle
(en)