αμφιφυλικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμφιφυλικός < (μαρτυρείται από το 1890)
Επίθετο επεξεργασία
αμφιφυλικός
- που έχει χαρακτηριστικά και των δύο φύλων, αμφίφυλος, ερμαφρόδιτος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμφιφυλικός
|