Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφιθυμικός η αμφιθυμική το αμφιθυμικό
      γενική του αμφιθυμικού της αμφιθυμικής του αμφιθυμικού
    αιτιατική τον αμφιθυμικό την αμφιθυμική το αμφιθυμικό
     κλητική αμφιθυμικέ αμφιθυμική αμφιθυμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφιθυμικοί οι αμφιθυμικές τα αμφιθυμικά
      γενική των αμφιθυμικών των αμφιθυμικών των αμφιθυμικών
    αιτιατική τους αμφιθυμικούς τις αμφιθυμικές τα αμφιθυμικά
     κλητική αμφιθυμικοί αμφιθυμικές αμφιθυμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμφιθυμικός < αμφίθυμ(ος) + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɱ.fi.θi.miˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμ‐φι‐θυ‐μι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

αμφιθυμικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία